-
1 προστρέπω
A turn towards, esp. towards a god as a suppliant, approach with prayer, supplicate,τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω S.Aj. 831
: c. acc. pers. et inf., entreat one to do, μή μ' ἀτιμάσῃς.., ὧν ( = τούτων ἃ)σε προστρέπω φράσαι Id.OC50
: c. acc. rei et inf., pray that..,ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα E.Supp. 1195
:—[voice] Med., with [tense] aor.προσετραπόμην Hom.Epigr.15.1
; π. δῶμα, δόμους, Hom. l.c., A.Eu. 205;τὴν Διὸς.. Ἐργάνην S.Fr. 844
: in late Prose, Plu.Cleom.39, Ael. NA15.21, etc.; reverence, celebrate, τινα Plu.2.1117a.II [voice] Med., make a matter of supplication, appeal to, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρέπω
-
2 Ἰαολκός
̆ιᾰολκός (v. West., Glotta, 1963, 278.) in Thessaly. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) P. 4.77 ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) P. 4.188 ( Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) N. 3.34 λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) N. 4.54 “ Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) I. 8.40
См. также в других словарях:
προστρέπω — Α [τρέπω] 1. στρέφομαι προς το μέρος κάποιου 2. (κατ επέκτ.) (ιδίως σχετικά με θεό) παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ (α. «τοσαῡτά σ , ὦ Ζεῡ, προστρέπω», Σοφ. β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ Ἀργείων χθόνα», Ευρ.) 3. πλησιάζω κάποιον ως εχθρός, με εχθρική διάθεση… … Dictionary of Greek